- Φλεβάρης
- ο, Νβλ. Φεβρουάριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φλεβάρης — ο βλ. Φεβρουάριος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλεβίζω — [Φλεβάρης] φέρνω κακοκαιρία («ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει», παροιμ. φρ.) … Dictionary of Greek
Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας … Dictionary of Greek
Κουτσοφλέβαρος — ο κοινή ονομασία τού Φεβρουαρίου, επειδή έχει λιγότερες μέρες από τους άλλους μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + Φλεβάρης] … Dictionary of Greek
βρέχτης — ο [βρέχω] 1. αυτός που φέρνει βροχές («Γενάρης χιονιστής, Φλεβάρης βρέχτης») 2. η υδρορροή της στέγης 3. δοχείο των σιδηρουργών που το χρησιμοποιούν στην κατάβρεξη του πυρακτωμένου μετάλλου … Dictionary of Greek
φλεβαρήσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φλεβάρη 2. αυτός που γίνεται κατά τον Φλεβάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλεβάρης + κατάλ. ήσιος (πρβλ. ημερ ήσιος)] … Dictionary of Greek
φλεβαριάτικος — η, ο, Ν φλεβαρήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλεβάρης + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. αυγουστ ιάτικος)] … Dictionary of Greek
φλεβαριώτικος — η, ο, Ν φλεβαριάτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλεβάρης + κατάλ. ιώτικος (πρβλ. πανηγυρ ιώτικος)]. φλεβέκταση, η, Ν ιατρ. φλεβεκτασία … Dictionary of Greek
Κουτσοφλέβαρος — ο 1. ο Φλεβάρης (διότι έχει λιγότερες από 30 ημέρες, σαν να είναι ανάπηρος). 2. μτφ., άνθρωπος κουτσός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φεβρουάριος — Φεβρουάριος, ο και Φλεβάρης, ο ο δεύτερος μήνας του έτους, μετά τον Iανουάριο και πριν από το Μάρτιο, που έχει 28 μέρες και στα δίσεχτα έτη 29 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)